Σοκαριστικά είναι όσα αναφέρει στην απολογία του ο δολοφόνος της 63χρονης στη Χαλκίδα.
Τον δρόμο της φυλακής πήρε ο 39χρονος καθ’ομολογίαν δολοφόνος της 63χρονης στη Χαλκίδα μετά την απολογία του ενώπιον των δικαστικών Αρχών.
Ο δράστης εμφανίστηκε μετανιωμένος και πως το έγκλημα δεν ήταν προμελετημένο και ότι έγινε εν βρασμό ψυχής ενώ στην απολογία του έκανε λόγο για εθισμό στον τζόγο.
Στην εκπομπή «Αλήθειες με τη Ζήνα» στο Star, παρουσιάστηκε απόσπασμα της απολογίας με υπόμνημα, προτού κριθεί προφυλακιστέος και στην οποία ανέφερε:
«Είμαι ένας καλόκαρδος άνθρωπος που είχα την ατυχία να εθιστώ στον τζόγο. Συγκεκριμένα άρχισα να στοιχηματίζω σε διάφορους αγώνες πριν περίπου 10 χρόνια. Για μικρά χρονικά διαστήματα προσπαθούσα με τις δικές μου δυνάμεις να ξεκόψω αλλά πάντα ξανακυλούσα στον διαδικτυακό στοιχηματισμό.
Υπήρχαν μέρες που μέσα σε λίγες ώρες έχανα όλο τον μηνιαίο μισθό μου. Αποκορύφωμα την περίοδο της πανδημίας που στοιχημάτιζα όλη μέρα. Ο τζόγος για εμένα είναι όπως η κατανάλωση καφέ και το κάπνισμα. Άφηνα απλήρωτους λογαριασμούς και αναγκαζόμουν να δανείζομαι από γνωστούς και φίλους, είχα δανειστεί και από τη Νάντια και είχα παρακρατήσει ποσά και χρήματα από παραγγελίες που της πήγαινα. Εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, θα της αποδοθεί το χρηματικό ποσό που αφαίρεσα από την οικία της».
«Τη Νάντια την γνωρίζω από παιδί, ήξερα την μητέρα της και τον μπαμπά της που είχε πεθάνει πριν από ένα χρόνο. Την συγκεκριμένη μέρα είχαμε πάει για καφέ, αφού συζητήσαμε τα νέα μας, μου είπε για τη μαμά της, ότι είχε άτομο να είναι μαζί της και ότι άφηνε το κλειδί σε μία γλάστρα. Μου είχε πει πιο παλιά ότι μάζευε κάτι οικονομίες και τις είχε στο σπίτι της. Βρισκόμουν σε απόγνωση και χρειαζόμουν τα χρήματα.».
«Φώναζε “βοήθεια, τι κάνεις, σε αγαπάω”»
Στη συνέχεια ο δράστης περιγράφει τη στιγμή της δολοφονίας:
«Περίπου στις 2 το μεσημέρι αποφάσισα να πάω και να πάρω τα χρήματα. Επειδή ήξερα ότι ήταν κατάκοιτη θεώρησα ότι θα ήταν εύκολο και δεν θα με καταλάβαιναν. Άφησα το αυτοκίνητο αριστερά από την αυλόπορτα, την άνοιξα, ήταν κλειστή και όχι κλειδωμένη, έψαξα για το κλειδί στις γλάστρες, το βρήκα, άνοιξα την πόρτα και όταν είδα την κυρία Μαρία όρθια με το πι τα έχασα.
Όταν με αντίκρισε με ρώτησε “τι θες εδώ;” ήμουν σε κατάσταση σοκ και πανικού, το μόνο που πλανήθηκε στο μυαλό μου ήταν ότι με πιάσανε, την τράβηξα, την έσπρωξα από τις σκάλες, έπεσε, το πι έμεινε έξω από την πόρτα».
«Εκείνη φώναζε “βοήθεια, τι κάνεις, σε αγαπάω”. Πήγα στην κουζίνα, άνοιξα τα συρτάρια πήρα ένα μαχαίρι, ήταν μεγάλο, την έσπρωξα ξανά, έφτασε στο τελευταίο σκαλί, μου μίλαγε ακόμα, τη χτύπησα με το μαχαίρι στον λαιμό, στο πλάι αρκετές φορές για να σταματήσει, δεν θυμάμαι πόσες φορές, γιατί φοβόμουν ότι θα μας άκουγαν. Όταν σταμάτησε να μιλάει έψαξα για τα χρήματα.
Ήμουν τυχερός και μόλις άνοιξα την ντουλάπα και έκανα στην άκρη τα ρούχα, είδα ένα μεγάλο κουτί, το άνοιξα, τα πήρα και μετά πήγα στο δωμάτιο της κυρίας Μαρίας και άνοιξα το συρτάρι, είδα ότι είχε χαρτιά, χρυσαφικά, τα έβγαλα έξω, πήρα τα λεφτά και έφυγα. Πήρα μαζί μου το μαχαίρι», πρόσθεσε.
«Ευχόμουν να με συλλάβουν»
Όσο για το τι έκανε μετά το έγκλημα, ο καθομολογίαν δολοφόνος αποκάλυψε πού πέταξε το μαχαίρι και πως πήγε για κούρεμα αφότου σκότωσε την 63χρονη.
«Πήγα στο σπίτι μου έκατσα λίγο και κάπνισα, δεν μπορούσα να πιστέψω τι είχα κάνει. Μετά πήγα στο εργοστάσιο του πρώην τσιμεντάδικου δίπλα στην ψηλή γέφυρα, πέταξα το μαχαίρι σε έναν μεγάλο στρογγυλό κάδο, σαν βαρέλι, μετά πήγα για κούρεμα και πήγα και πήρα και την ασφάλεια για το αμάξι»
«Μακάρι να μην είχαν γίνει έτσι. Δεν μπορώ να καταλάβω τι με ώθησε και έκανα αυτή την αποτρόπαια πράξη που έχω μετανιώσει και εκλιπαρώ για συγχώρεση. Κάθε μέρα περνούσα από την ψηλή γέφυρα και σκεφτόμουν να αυτοκτονήσω ή με τρόπους αυτοκτονίας που αναζητούσα στο ίντερνετ.
Μετά σκεφτόμουν να παραδοθώ, δεν το έκανα γιατί φοβόμουν, ντρεπόμουν και ευχόμουν να με συλλάβουν, για να πληρώσω για αυτό που έκανα».